- γιουχάισμα
- 1) chahut2) moquerie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γιουχάισμα — το η αποδοκιμασία: Μόλις ο διαιτητής σφύριξε, τον άρχισαν στα γιουχαΐσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιουχαϊσμός — ο και γιουχάισμα, το θορυβώδης αποδοκιμασία με γιούχα … Dictionary of Greek
πρόγκα — η, Ν 1. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός, γιουχάισμα 2. αποπομπή, διώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»] … Dictionary of Greek
αποδοκιμασία — η απόρριψη, γιουχάισμα: Από τις συνεχείς αποδοκιμασίες ο ομιλητής αναγκάστηκε να σταματήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιουχαϊσμός — ο το γιουχάισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)